μεγαλόφιλος

μεγαλόφλεϐος

μεγαλοφρονέω-ῶ
μεγαλό·φλεϐος, ος, ον [] qui a de grosses veines, Arstt. P.A. 3, 4, 30.
Étym. μ. φλέψ.