μεγαλόφθαλμος

μεγαλόφιλος

μεγαλόφλεϐος
μεγαλό·φιλος, ος, ον [ᾰῐ] qui a de puissants amis, P. Alex. Apot. 24, p. 66, l. 1 Boer.
Étym. μ. φίλος.