μεγαλοφρονέω-ῶ

μεγαλοφρόνως

μεγαλοφροσύνη
μεγαλοφρόνως [] adv. avec orgueil, Xén. Hell. 4, 5, 6 ; Plat. Euthyd. 293a.
Étym. μεγαλόφρων.