Μεγαλοφάνης

μεγαλόφθαλμος

μεγαλόφιλος
μεγαλ·όφθαλμος, ος, ον [γᾰ] aux grands yeux, Arstt. Physiogn. 6, 26.
Étym. μ. ὀφθαλμός.