μεγαλοφυής

μεγαλοφυΐα

μεγαλόφυλλος
μεγαλοφυΐα, ας () [γᾰ] grandeur d’âme, noblesse, Jambl. V. Pyth. 103 ; en parl. du style, Lgn 13, 2 ; 36, 4.
Étym. μεγαλοφυής.