μεγαλοφωνέω-ῶ

μεγαλοφωνία

μεγαλόφωνος
μεγαλοφωνία, ας () [γᾰ]
1 voix haute ou forte, Arstt. G.A. 5, 7, 7 ; DS. 16, 92 ||
2 magnificence de langage, Luc. H. conscr. 8, etc.
Étym. μεγαλόφωνος.