μεγαλόπετρος

μεγαλόπλουτος

μεγαλοποιέω-ῶ
μεγαλό·πλουτος, ος, ον [] très riche, DS. 15, 58 ; fig. Eub. (Ath. 300c).
Étym. μ. πλοῦτος.