μεγαλόπλουτος

μεγαλοποιέω-ῶ

μεγαλοπόλεμος
μεγαλο·ποιέω-ῶ []
1 faire de grandes choses, Spt. Sir. 50, 24 ||
2 rendre grand, agrandir, amplifier, Hiérocl. (Stob. Fl. 84, 20).