μεγαλοπραγία

μεγαλοπραγμοσύνη

μεγαλοπράγμων
μεγαλοπραγμοσύνη, ης () [γᾰ] penchant à faire de grandes choses, Plut. Alc. 6.
Étym. μεγαλοπράγμων.