μεγαλοπραγμοσύνη

μεγαλοπράγμων

μεγαλοπρέπεια
μεγαλο·πράγμων, ων, ον, gén. -ονος [γᾰ] qui entreprend de grandes choses, Xén. Hell. 5, 2, 36 ; Plut. Ages. 32.
Étym. μ. πρᾶγμα.