μεγαλοπράγμων

μεγαλοπρέπεια

μεγαλοπρεπέως
μεγαλοπρέπεια, ας () [γᾰ] magnificence, générosité, Plat. Rsp. 486a, etc. ; Arstt. Rhet. 1, 8, etc. ; en parl. du style, DH. Comp. 16 ||
E Ion. -είη, Hdt. 1, 139, etc.
Étym. μεγαλοπρεπής.