μεγαλοπρεπῶς
μεγαλοπτέρυγοςμεγαλοπρεπῶς [ᾰ] adv.
magnifiquement, grandement, Hdt.
6, 128 ; Xén.
An. 1, 4, 17,
etc. ||
Cp. -πρεπέστερον, Xén.
Vect. 6, 1 ;
Plat. Lys.
215e ;
sup. -πρεπέστατα, Hdt.
7, 5 ; Xén.
An. 7, 3, 19
||
E Ion. μεγαλοπρεπέως,
Hdt. l. c.
Étym.
μεγαλοπρεπής.