μεγαλοπρεπῶς

μεγαλοπτέρυγος

μεγαλόπτολις
μεγαλο·πτέρυγος, ος, ον [ᾰῠ] aux grandes ailes, Spt. Ezech. 17, 3, et 7.
Étym. μ. πτέρυξ.