μεγαλορρημονία

μεγαλορρημοσύνη

μεγαλορρήμων
μεγαλορρημοσύνη, ης () [ᾰῠ] vantardise, Pol. 39, 3, 1 ; Spt. 1 Reg. 2, 3.
Étym. μεγαλορρήμων.