μεγαλορρημοσύνη

μεγαλορρήμων

μεγαλόρριζος
μεγαλο·ρρήμων, ων, ον, gén. ονος [] qui parle avec emphase, grand parleur, beau parleur, Spt. Ps. 11, 3.
Étym. μ. ῥῆμα.