μεγαλοσχήμων

μεγαλότεχνος

μεγαλότης
μεγαλό·τεχνος, ος, ον [] de grand art, Arstt. Mund. 6, 14 ; τὸ μεγαλότεχνον, DH. Isocr. 3, la beauté ou la grandeur de l’art, le sublime.
Étym. μ. τέχνη.