μειλιχόϐουλος

μειλιχόγηρυς

μειλιχόδωρος
μειλιχό·γηρυς, υος (ὁ, ἡ) [ῠς] à la voix douce de persuasion, Tyrt. 12, 8 Bgk.
Étym. μ. γῆρυς.