μειλιχόγηρυς

μειλιχόδωρος

μειλιχόμειδος
μειλιχό·δωρος, ος, ον [] qui est un doux présent, Procl. H. Sol. 21 ; Hermipp. (Ath. 29e).
Étym. μ. δῶρον.