μειλιχόδωρος

μειλιχόμειδος

μειλιχόμυθος
μειλιχό·μειδος, éol. μελλιχόμειδος, ος, ον, voc. fém. -μειδε, au doux sourire, Alc. 55.
Étym. μ. μειδιάω.