Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μειρακιεύομαι
μειρακίζομαι
μειράκιον
μειρακίζομαι
(
ao. 3 pl.
ἐμειρακίσαντο
) [
ᾰ
]
c.
μειρακεύομαι,
Arr.
An.
4, 13, 1
dout.