μελάμϐροτος

μελάμϐωλος

μελαμπαγής
μελάμ·ϐωλος, ος, ον, aux mottes noires, en parl. d’une bonne terre, Anth. 6, 231 ; Opp. C. 3, 508.
Étym. μ. βῶλος.