μελάμϐωλος

μελαμπαγής

μελάμπελος
μελαμ·παγής, ής, ές [πᾱ]
1 qui se fige en noircissant, Eschl. Sept. 737 ||
2 noir et dur, Eschl. Ag. 392.
Étym. μέλας, πήγνυμι.