μελάγχλαινος

μελάγχλωρος

μελαγχολάω-ῶ
μελάγ·χλωρος, ος, ον, d’un jaune ou d’un vert foncé, Diosc. 1, 58 ; Arét. Caus. m. diut. 2, 1, etc.
Étym. μ. χλωρός.