μελάγκρανις

μελαγκρήδεμνος

μελαγκρήπις
μελαγ·κρήδεμνος, ος, ον, à bandeau noir, P. Sil. Ecphr. ag. Soph. 905 ; Nonn. Jo. 6, 17.
Étym. μ. κρήδεμνον.