μελαγκρήδεμνος

μελαγκρήπις

Μελαγκρίδας
μελαγ·κρήπις, ιδος (ὁ, ἡ) [ῑδ] aux souliers noirs, P. Sil. Ecphr. ag. Soph. 261.
Étym. μ. κρηπίς.