μελανόκολπος

μελανόμματος

μελανονεκυείμων
μελαν·όμματος, ος, ον [ᾰᾰ] aux yeux noirs, Plat. Phædr. 253d ; Arstt. G.A. 5, 1, 23.
Étym. μ. ὄμμα.