μελανόφθαλμος

μελανόφλεψ

μελανοφορέω-ῶ
μελανό·φλεψ, εϐος (ὁ, ἡ) [] aux veines noires, Arét. Caus. m. diut. 2, 1.
Étym. μ. φλέψ.