μελανόφαιος

μελανόφθαλμος

μελανόφλεψ
μελαν·όφθαλμος, ος, ον [ᾰν] aux yeux noirs, Hpc. Epid. 1, 955 ; Arstt. G.A. 5, 1, 17 ; Geop. 17, 2, 1.
Étym. μ. ὀφθαλμός.