μελίγλωσσος

μέλιγμα

Μελιγουνίς
μέλιγμα, ατος (τὸ)
1 chanson, Mosch. 3, 93 ||
2 pipeau, flûte, Mosch. 3, 56 (var. μείλιγμα) (μελίζω 1).