μελίϊνος

μελικαρίς

Μελικέρτης
μελι·καρίς, ίδος () [ῐᾱῐδ] sorte d’écrevisse, Philox. (Ath. 147b ; sel. d’autres, μελικηρίς, v. ce mot).
Étym. μέλι, καρίς.