μελισσώδης

μελισσών

μελισταγής
μελισσών, att. μελιττών, ῶνος () ruche pour l’élève des abeilles, Spt. 1 Reg. 14, 25 ; Varr. R.R. 3, 16 ; A. Gell. 2, 20.
Étym. μέλισσα.