Μέλιτος

μελιτουργεῖον

μελιτουργέω-ῶ
μελιτουργεῖον, ου (τὸ) [] lieu où l’on prépare le miel, Str. 16, 4, 2 Kram.
Étym. *μελιτουργός, de μέλι, ἔργον.