Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μελιτουργεῖον
μελιτουργέω-ῶ
μελιτουργία
μελιτουργέω-ῶ
[
ῐ
] préparer le miel,
Arstt.
H.A.
9, 40, 11
.
Étym.
*μελιτουργός,
de
μέλι, ἔργον
.