Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
μελιτουργέω-ῶ
μελιτουργία
μελιτοῦττα
μελιτουργία,
ας
(
ἡ
)
[
λῐ
] préparation du miel,
Arstt.
Pol.
1, 7
.
Étym.
*μελιτουργός,
de
μέλι, ἔργον
.