Μέσθλης

μεσίδιος

μεσιτεία
μεσ·ίδιος, ου () [ῐδ] médiateur, arbitre, Arstt. Nic. 5, 4, 7 ; Pol. 5, 6, 13.
Étym. μέσος, ἴδιος.