μεσοϐασιλεία

μεσοϐασίλειος

μεσοϐασιλεύς
μεσοϐασίλειος, ος, ον [ᾰῐ] qui concerne un interrègne, DH. 2, 57.
Étym. μεσοϐασιλεύς.