μεσοϐασίλειος

μεσοϐασιλεύς

μεσόγαια
μεσο·ϐασιλεύς, έως () [ᾰῐ] roi par intérim, interroi (lat. interrex) DH. 2, 58, etc. ; Plut. Num. 7.
Étym. μέσος, βασιλεύς.