μεσοφάλακρος

μεσοφανής

μεσόφθαλμος
*μεσο·φανής, seul. μεσσο·φανής, ής, ές, qui se montre au milieu, Nonn. D. 1, 252 ; Jo. 6, 7.
Étym. μέσος, φαίνω.