μεσπίλη

μέσπιλον

μεσπιλώδης
μέσπιλον, ου (τὸ) [] nèfle, Archil. (Poll. 6, 79) ; Th. C.P. 2, 8, 2 ||
E [] Eub. 3, 241 Meineke.
Étym. v. le préc.