Μέσπιλα

μεσπίλη

μέσπιλον
μεσπίλη, ης () []
1 néflier, Th. H.P. 3, 15, 6 ||
2 nèfle, Th. H.P. 3, 15, 6 ; Diosc. 1, 169, 170.