μεταϐατέον

μεταϐατικός

μεταϐατικῶς
μεταϐατικός, ή, όν [ᾰᾰ]
1 changeant, inconstant, mobile, Mélét. 3, 31 Cramer ; Hippodam. (Stob. Fl. 43, 93) ||
2 t. de gr. transitif, Hdn gr. (Cram. 3, 272) ; Dysc. Pron. 60b.
Étym. μεταϐαίνω.