μεταϐατικός

μεταϐατικῶς

μεταϐιάζομαι
μεταϐατικῶς [ᾰᾰ] adv.
1 en se déplaçant, Phil. 1, 176, etc. ; Plut. M. 896a ; Clém. 487 ||
2 t. de gr. transitivement, Dysc. Pron. 315c.