μεταχαράσσω

μεταχείμασις

μεταχειρίζω
μετα·χείμασις, εως () [μᾰ] mauvais temps tardif, Vég. Mil. 4, 40 [μεταχειμάζειν dans l’édition de Lang].
Étym. μ. χειμάζω.