Μεταγειτνιών

μεταγενής

Μεταγένης
μετα·γενής, ής, ές, né plus tard, d’où en gén. dernier, Mén. (Ath. 559f) ||
Cp. -έστερος, DS. 11, 14 ; 12, 11 ; DH. Thuc. 9 ; Luc. Salt. 80.
Étym. μ. γίγνομαι.