μετακόπτω

μετακοσμέω-ῶ

μετακόσμησις
μετα·κοσμέω-ῶ, arranger ou orner autrement, Hpc. Fract. 751 ; Luc. Pr. 12, Im. 5, etc. ; joint à μεταπλάττω, Luc. H. conscr. 34.