μετακοσμέω-ῶ

μετακόσμησις

μετακόσμιος
μετακόσμησις, εως () action de mettre dans un autre ordre, arrangement nouveau, changement, Plat. Leg. 892a ; Plut. Syll. 7, M. 75e.
Étym. μετακοσμέω.