μετακόσμησις

μετακόσμιος

μετακρούω
μετα·κόσμιος, ος, ον, qui est entre deux mondes : τὸ μετακόσμιον, DL. 10, 89, ou τὰ μετακόσμια, Plut. M. 734c, les espaces entre les mondes.
Étym. μ. κόσμος.