μεταλαμϐάνω

μεταλαμπαδεύω

μεταλγέω-ῶ
μετα·λαμπαδεύω [πᾰ] passer de main en main comme le flambeau que se transmettaient les coureurs, Clém. Str. 2, 23.
Étym. μ. λαμπάς.