μετάλλαξις

μεταλλάρχης

μεταλλάσσω
μεταλλ·άρχης, ου () directeur de l’exploitation d’une mine, P. Alex. Apot. 24, p. 67, l. 20 Boer.
Étym. μέταλλον, ἄρχω.