μεταμέλει

μεταμέλεια

μεταμελέομαι-οῦμαι
μεταμέλεια, ας () changement d’avis, regret, repentir, Xén. Cyr. 5, 3, 7, etc. ; Plat. Leg. 727c, etc. ; Arstt. Nic. 3, 1, etc. ; au plur. Thc. 1, 34.
Étym. μεταμέλω.